προλύτης

προλύτης
ο
1. σπουδαστής του δικαίου που συμπλήρωσε το προτελευταίο έτος των σπουδών.
2. τίτλος των πτυχιούχων που έπαιρναν το πτυχίο τους με βαθμό «σχεδόν καλώς».

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προλύτης — ὁ, ΝΜΑ [προλύω] συν. στον πληθ. οι προλύτες και οἱ προλύται (βυζ.) σπουδαστές δικαίου που είχαν συμπληρώσει το προτελευταίο, δηλαδή το πέμπτο, έτος τών σπουδών τους και οι οποίοι ονομάζονταν έτσι σε αντιδιαστολή προς τους λύτες, που είχαν ήδη… …   Dictionary of Greek

  • Universität — (v. lat. Universitas), Hochschule, eine öffentliche Lehranstalt, welche dazu bestimmt ist, nicht nur die Gesammtheit der Wissenschaften od. wenigstens die wichtigsten Theile derselben durch öffentliche Vorträge u. geeignete Übungen der… …   Pierer's Universal-Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”